- διαμαρτυρώ
- διαμαρτυρώ, διαμαρτύρησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαμαρτυρώ — (Α διαμαρτυρῶ, έω) [μαρτυρώ] 1. συντάσσω και κοινοποιώ το διαμαρτυρικό 2. ενεργώ διαμαρτύρηση, προβαίνω σε διαμαρτύρηση αρχ. καταφεύγω σε διαμαρτυρία … Dictionary of Greek
διαμαρτυρώ — διαμαρτύρησα, διαμαρτυρήθηκα, διαμαρτυρημένος (γραμμάτιο, συναλλαγματική), συντάσσω διαμαρτυρικό έγγραφο για τη μη αποδοχή ή τη μη έγκαιρη εξόφληση γραμματίου ή συναλλαγματικής: Η τράπεζα διαμαρτύρησε τη συναλλαγματική μου λόγω των πολλών χρεών… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμαρτύρηση — η 1. ρητή ή γραπτή εκδήλωση έντονης αποδοκιμασίας ή αντίθεσης στους λόγους ή στις πράξεις κάποιου 2. το πρακτικό διαμαρτυρίας τού Λουθήρου κατά τών αποφάσεων τής Δίαιτας στη Βαβαρία το 1529 3. η θρησκευτική μεταρρύθμιση, ο προτεσταντισμός 4. φρ.… … Dictionary of Greek
προσδιαμαρτυρώ — έω, Α [διαμαρτυρῶ] μαρτυρώ κάτι επί πλέον … Dictionary of Greek